Τρομοκρατία(;) - Μανώλης Β. Βολουδάκης

Breaking

13/10/2016

Τρομοκρατία(;)

Κουβεντιάζουμε λοιπόν για το ένα και το άλλο, λέμε διάφορα διασκεδαστικά ανέκδοτα και η ώρα περνάει εύκολα και ευχάριστα. Νιώθεις άνετα ανάμεσα σ' αυτούς τους ενδιαφέροντες ανθρώπους, που η ζωή και η εμπειρία τους διαφέρουν πάρα πολύ από τη δική σου ζωή και εμπειρία. Στο μεταξύ περνάει ο αμίλητος δεσμοφύλακας της βραδινής βάρδιας, μας παίρνουν τα γυαλιά και έπειτα αναβοσβήνει τρεις φορές το λαμπάκι του κελιού. Αυτό σημαίνει: σιωπητήριο σε πέντε λεπτά!

Αρπάζουμε γρήγορα – γρήγορα τις κουβέρτες μας! Όπως στο μέτωπο δεν ξέρεις πότε ακριβώς θα σου έρθει ουρανοκατέβατος ένας σίφουνας από βλήματα, έτσι και εδώ δεν ξέρουμε τη μοιραία μας ανακριτική νύχτα. Ξαπλώνουμε, βγάζουμε το ένα χέρι έξω από τα σκεπάσματα και προσπαθούμε να διώξουμε τον άνεμο των σκέψεων από το κεφάλι μας. Ύπνος!

Μια τέτοια στιγμή, ένα απριλιάτικο βράδυ, μόλις λίγη ώρα αφού είχαμε αποχαιρετήσει τον Ε., βροντοκρότησε η κλειδαριά μας. Οι καρδιές μας σφίχτηκαν: ποιον; Τώρα θα σφυρίξει ο δεσμοφύλακας: «Ποιος αρχίζει από Σ;» «Από Ζ;» Ο δεσμοφύλακας όμως δεν σφύριξε. Η πόρτα έκλεισε. Σηκώσαμε τα κεφάλια μας. Κοντά στην πόρτα στεκόταν ένας καινούργιος: ένας αδυνατούλης νεαρός, με απλό μπλε κοστουμάκι και μπλε τραγιάσκα. Δεν είχε τίποτα μαζί του. Κοίταζε ολόγυρα σαν χαμένος.

– Ποιος είναι ο αριθμός του κελιού; μας ρώτησε ανήσυχος.
– Πενήντα τρία.

Εκείνος ανατρίχιασε.

– Έρχεστε απέξω; τον ρωτήσαμε.
– Ω! όχι, έκανε εκείνος και κούνησε μαρτυρικά το κεφάλι του.
– Πότε σας συνέλαβαν;
– Χτες το πρωί.

Βάλαμε τα γέλια. Είχε πολύ κοινό, πολύ απαλό πρόσωπο και τα φρύδια του ήταν σχεδόν άσπρα.
– Και γιατί;

(Αυτή η ερώτηση δεν είναι τίμια, και δεν μπορεί να περιμένει κανείς απάντηση.)

– Δεν ξέρω... Έτσι, για σαχλαμάρες...

Έτσι απαντούν όλοι, όλοι βρίσκονται μέσα για σαχλαμάρες. Ο ανακρινόμενος θεωρεί πάντα ασήμαντη την υπόθεσή του.

– Δηλαδή;
– Έγραψα... ένα διάγγελμα. Στον Ρωσικό λαό.
– Τίίί;;; (Τέτοιες «σαχλαμάρες» δεν είχαμε συναντήσει ποτέ μέχρι τότε!)
– Λέτε να με τουφεκίσουν; ρώτησε. Το πρόσωπό του μάκρυνε, ενώ το χέρι του έπαιζε νευρικά με το γείσο της τραγιάσκας του, που δεν την είχε βγάλει.
– Μα όχι, δεν νομίζουμε, τον καθησυχάσαμε. Τώρα δεν τουφεκίζουν κανένα, θα αρπάξετε ένα ΔΕΚΑΡΙ, αυτό είναι σίγουρο.
– Τι είστε; εργάτης; υπάλληλος; ρώτησε ο σοσιαλδημοκράτης, πιστός στις ταξικές αρχές.
– Εργάτης.

Ο Φάστενκο του άπλωσε το χέρι και μου φώναξε θριαμβευτικά:
– Ορίστε, Α. Ι., πώς σκέφτεται η εργατική τάξη!

Και γύρισε από την άλλη μεριά, υποθέτοντας πως δεν είχε να προσθέσει, ούτε ν' ακούσει τίποτε άλλο.
Έκανε όμως λάθος.
– Πως δηλαδή, ένα διάγγελμα, έτσι στα καλά καθούμενα; Εξ ονόματος τίνος;
– Εξ ονόματός μου.
– Μα ποιος είστε επιτέλους;

Ο νεοφερμένος χαμογέλασε με ένοχο ύφος:
– Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ.


Αφιερώνω το παραπάνω απόσπασμα από το "Αρχιπέλαγος Gulag", του Алекса́ндр Иса́евич Солжени́цын, σε όλους όσοι δεν πίστεψαν ποτέ στην τρομοκρατία. Σε αυτούς που φωνάζουν χωρίς φόβο πως τρομοκρατία χωρίς κρατική συγκάλυψη δεν υπάρχει πουθενά παγκοσμίως!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου